πλουτοπαραγωγικός

πλουτοπαραγωγικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που παράγει πλούτο, πλουτοφόρος
2. (για έδαφος) γόνιμος, καρποφόρος
3. φρ. α) «πλουτοπαραγωγικές πηγές» i) το σύνολο τού επίγειου και υπόγειου πλούτου μιας χώρας, καθετί που μπορεί να αποφέρει πλούτο
ii) οι τομείς τής πρωτογενούς παραγωγής μιας χώρας
β) «πλουτοπαραγωγικός χάρτης» — κάθε τοπο(μετρο)γραφικός και πολύ περισσότερο κτηματολογικός χάρτης, δηλαδή κάθε χάρτης που παρέχει πλήρη στοιχεία για τη μελέτη τού εδάφους, με σκοπό την αύξηση τής εθνικής και ιδιωτικής οικονομίας, κατηγορία στην οποία ανήκουν οι αεροτοπογραφικοί χάρτες που χρησιμεύουν για την επισήμανση τών απαραίτητων έργων υποδομής, οι γεω- και αερο-τοπο(μετρο)γραφικοί για τον προσχεδιασμό τών ιδίων έργων και κυρίως οι κτηματολογικοί, που είναι απαραίτητοι για την οριστική μελέτη τών έργων ή την εκτέλεση αναδασμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούτος + παραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλουτοπαραγωγικός — ή, ό αυτός που παράγει πλούτο, πλουτοφόρος, γόνιμος: Πλουτοπαραγωγικές χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …   Dictionary of Greek

  • πλουτοφόρος — α, ο πλουτοπαραγωγικός, γόνιμος: Πλουτοφόρα περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”